- ἀναισιμῶ
- ἀναισιμόωuse uppres subj act 1st sg (ionic)ἀναισιμόωuse uppres ind act 1st sg (doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναισιμώ — ἀναισιμῶ ( όω) (Α) 1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ 2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό 3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι «πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα] … Dictionary of Greek
αναίσιμος — ἀναίσιμος, ον (Α) αυτός που δεν αρμόζει, απρεπής, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἴσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισιμῶ] … Dictionary of Greek
αναισίμωμα — ἀναισίμωμα, το (Α) [ἀναισιμῶ] αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη … Dictionary of Greek
καταναισιμώ — καταναισιμῶ, όω (Α) χρησιμοποιώ υπερβολικά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀναισιμῶ «χρησιμοποιώ»] … Dictionary of Greek
προαναισιμώ — όω, Α δαπανώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναισιμῶ «δαπανώ, καταναλώνω»] … Dictionary of Greek
προσαναισιμούμαι — όομαι, Α δαπανώμαι, καταναλώνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναισιμῶ «ξοδεύω, καταναλίσκω»] … Dictionary of Greek